αρχικά νόμιζα πως θα μου περάσει.
πως είναι κάτι ασήμαντο, κάτι φευγαλέο.
ένα συννεφιασμένο απόγευμα.
βαδίσαμε προς το πάρκο. τα δέντρα καταπράσινα. το γρασίδι μαλακό, ζεστό και συνάμα δροσερό. η ατμόσφαιρα αχνή, θολή, μελαγχολική. μια πάχνη σκέπαζε τα πάντα, μια πάχνη που μεταμόρφωνε το απομακρυσμένο φόντο σε ένα ακαθόριστο σύννεφο, σε ντεγκραντέ χρωματισμούς.
όλα ήταν ήρεμα και αρμονικά.
προχωρήσαμε.
στο βάθος του μονοπατιού, πίσω από τα πλούσια φυλλώματα δυο κέδρων ( ? ), άρχισε να αχνοφαίνεται η λίμνη. ένα αναίτιο καρδιοχτύπι με ταρακούνησε.
όσο πλησιάζαμε στην όχθη, γινόταν δυνατότερο. δεν είπα τίποτε.
βαδίζοντας πάνω στο ποτισμένο, χορταριασμένο χώμα, δίπλα στην όχθη, αισθάνθηκα τις κρύες στάλες του ιδρώτα να γλιστρούν στο μέτωπό μου. γύρισα πίσω. κανείς. ένα παράλογο αίσθημα καταδίωξης.
"είσαι καλά;..", με ρώτησε.
"ναι, θα μου περάσει..."...είπα, βάζοντας τα χέρια στις τσέπες για να κρύψω το τρέμουλο των χεριών μου.
ξαφνικά, ένα θρόισμα ανάμεσα στα χορτάρια. ένας ανεξέλεγκτος τρόμος. και ξανά θρόισμα. που αυτή τη φορά πλησίαζε, πλησίαζε, πλησίαζε και πλησίαζε ώσπου πλησίασεκαιξάφνου!ανάμεσααπότιςκαλαμιέςξεπρόβαλετοκεφάλιτηςκαι "ΚΟΥΑΚ!!!", έκρωξε η μοχθηρή πάπια.
(........συνεχίζεται)
Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου