...το φρικιαστικό πρόσωπό της ήταν παντού
πίσω από την πόρτα, όταν έμπαινα στο σπίτι
μέσα στο ταχυδρομικό κουτί, μαζί με τα γράμματα και τους λογαριασμούς
στο ψυγείο, ξεπροβάλλοντας απότομα μέσα από τα φαγώσιμα και τα σάπια φρούτα
στην καφετιέρα, στο φίλτρο του καφέ
η τρεμουλιαστή αντανάκλασή της στο φλιτζάνι
μέσα στα ντουλάπια
στο μπάνιο, στο βουρτσάκι της τουαλέτας
-περιττό να πω ότι δεν χρησιμοποιούσα ποτέ παπί για να καθαρίσω τη λεκάνη-
στην ντουζιέρα, κι ενώ ήμουν μέσα σε μια ομίχλη υδρατμών, έβλεπα με τα μάτια της ασθενικής μου φαντασίας μια σκιά, με προτεταμένο ράμφος, να πλησιάζει και "ΚΟΥΑΚ!" να κρώζει τρομαχτικά
ο εφιάλτης....
το κενό της βλέμμα
αυτό το ηλίθιο, κενό βλέμμα
με μια αδυσώπητη, σαρωτική κενότητα
μια κενότητα τρομακτική
τρομαχτική θα έλεγα
η απόλυτη έκφραση της μη-έκφρασης
το ρίγος που προκαλεί η μη-αντίδραση
η ειρωνεία στο βλέμμα της
η ανέκφραστη ειρωνεία
"ό,τι και να κάνεις, εγώ θα σε κοιτάζω ΠΑΝΤΑ και ΠΑΝΤΟΥ"
ή μάλλον, "θα σε ΚΑΡΦΩΝΩ με το βλέμμα μου"
καταραμένη, εφιαλτική πάπια
τί "ποιά πάπια;"
μια πάπια
Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010
Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010
Τετάρτη 28 Απριλίου 2010
Σάββατο 17 Απριλίου 2010
διευκρίνιση
τα σημεία στίξης στο τέλος των προτάσεων της προηγούμενης ανάρτησης δεν είναι σε καμία περίπτωση θαυμαστικά। (ούτε αυτό που μόλις είδατε) είναι κάθετες παύλες, να έτσι।
τι συμβαίνει με τις τελείες? πάτησα μία, να। αλλά εξαφανίζεται ! (αυτό ήταν όντως θαυμαστικό) γκρρρρ
τι συμβαίνει με τις τελείες? πάτησα μία, να। αλλά εξαφανίζεται ! (αυτό ήταν όντως θαυμαστικό) γκρρρρ
Πέμπτη 8 Απριλίου 2010
Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010
Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010
Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010
anatidaephobia
αρχικά νόμιζα πως θα μου περάσει.
πως είναι κάτι ασήμαντο, κάτι φευγαλέο.
ένα συννεφιασμένο απόγευμα.
βαδίσαμε προς το πάρκο. τα δέντρα καταπράσινα. το γρασίδι μαλακό, ζεστό και συνάμα δροσερό. η ατμόσφαιρα αχνή, θολή, μελαγχολική. μια πάχνη σκέπαζε τα πάντα, μια πάχνη που μεταμόρφωνε το απομακρυσμένο φόντο σε ένα ακαθόριστο σύννεφο, σε ντεγκραντέ χρωματισμούς.
όλα ήταν ήρεμα και αρμονικά.
προχωρήσαμε.
στο βάθος του μονοπατιού, πίσω από τα πλούσια φυλλώματα δυο κέδρων ( ? ), άρχισε να αχνοφαίνεται η λίμνη. ένα αναίτιο καρδιοχτύπι με ταρακούνησε.
όσο πλησιάζαμε στην όχθη, γινόταν δυνατότερο. δεν είπα τίποτε.
βαδίζοντας πάνω στο ποτισμένο, χορταριασμένο χώμα, δίπλα στην όχθη, αισθάνθηκα τις κρύες στάλες του ιδρώτα να γλιστρούν στο μέτωπό μου. γύρισα πίσω. κανείς. ένα παράλογο αίσθημα καταδίωξης.
"είσαι καλά;..", με ρώτησε.
"ναι, θα μου περάσει..."...είπα, βάζοντας τα χέρια στις τσέπες για να κρύψω το τρέμουλο των χεριών μου.
ξαφνικά, ένα θρόισμα ανάμεσα στα χορτάρια. ένας ανεξέλεγκτος τρόμος. και ξανά θρόισμα. που αυτή τη φορά πλησίαζε, πλησίαζε, πλησίαζε και πλησίαζε ώσπου πλησίασεκαιξάφνου!ανάμεσααπότιςκαλαμιέςξεπρόβαλετοκεφάλιτηςκαι "ΚΟΥΑΚ!!!", έκρωξε η μοχθηρή πάπια.
(........συνεχίζεται)
πως είναι κάτι ασήμαντο, κάτι φευγαλέο.
ένα συννεφιασμένο απόγευμα.
βαδίσαμε προς το πάρκο. τα δέντρα καταπράσινα. το γρασίδι μαλακό, ζεστό και συνάμα δροσερό. η ατμόσφαιρα αχνή, θολή, μελαγχολική. μια πάχνη σκέπαζε τα πάντα, μια πάχνη που μεταμόρφωνε το απομακρυσμένο φόντο σε ένα ακαθόριστο σύννεφο, σε ντεγκραντέ χρωματισμούς.
όλα ήταν ήρεμα και αρμονικά.
προχωρήσαμε.
στο βάθος του μονοπατιού, πίσω από τα πλούσια φυλλώματα δυο κέδρων ( ? ), άρχισε να αχνοφαίνεται η λίμνη. ένα αναίτιο καρδιοχτύπι με ταρακούνησε.
όσο πλησιάζαμε στην όχθη, γινόταν δυνατότερο. δεν είπα τίποτε.
βαδίζοντας πάνω στο ποτισμένο, χορταριασμένο χώμα, δίπλα στην όχθη, αισθάνθηκα τις κρύες στάλες του ιδρώτα να γλιστρούν στο μέτωπό μου. γύρισα πίσω. κανείς. ένα παράλογο αίσθημα καταδίωξης.
"είσαι καλά;..", με ρώτησε.
"ναι, θα μου περάσει..."...είπα, βάζοντας τα χέρια στις τσέπες για να κρύψω το τρέμουλο των χεριών μου.
ξαφνικά, ένα θρόισμα ανάμεσα στα χορτάρια. ένας ανεξέλεγκτος τρόμος. και ξανά θρόισμα. που αυτή τη φορά πλησίαζε, πλησίαζε, πλησίαζε και πλησίαζε ώσπου πλησίασεκαιξάφνου!ανάμεσααπότιςκαλαμιέςξεπρόβαλετοκεφάλιτηςκαι "ΚΟΥΑΚ!!!", έκρωξε η μοχθηρή πάπια.
(........συνεχίζεται)
Εγγραφή σε:
Σχόλια (Atom)